Ξεκινάω με μια εικόνα.
Το παγκάκι μπροστά από το σπίτι μου.
Ένα απλό παγκάκι, ίσως το πιο αδιάφορο, και σίγουρα το πιο άβολο παγκάκι του κόσμου.
Ε λοιπόν, δεν μπορεί κανείς να φανταστεί πόσο κόσμο τραβάει καθημερινά.
Τα πρωινά κάθονται και ξεκουράζονται οι γιαγιάδες και οι παππούδες που περνάνε για να πάνε στην εκκλησία. Στη συνέχεια οι σκυλο-μπαμπάδες που βγάζουν τα σκυλιά βόλτα.
Σάββατο ξαποσταίνουν οι επισκέπτες της λαϊκής.
Βράδια πιτσιρικάδες που συζητάνε τα γκομενικά τους, τα σχολικά τους, τα προσωπικά τους γενικά.
Δεν αποφάσισα να αναφερθώ στο παγκάκι από κουτσομπολιό, αλλά ούτε και από μελιστάλαχτη, κοινότοπη διάθεση. Αποφάσισα να μοιραστώ τη συγκίνησή μου για πράγματα, καθημερινά πράγματα που παραμένουν απλά και που τείνουμε να ξεχάσουμε.
Βόλτα - δηλαδή περί-πατος χωρίς συγκεκριμένο πρόγραμμα και προορισμό, στόχο και περίγραμμα. Βόλτα. Βόλτα. Είμαι σίγουρος ότι πολλοί δε γνωρίζουν καν τη σημασία της.
Η εικόνα συμπληρώνεται με ήχο από καλοκαιρινά τζιτζίκια, μυρωδιά ζεσταμένης καλοκαιρινής πευκοβελόνας, ποδήλατα που περνάνε μπροστά, ζευγάρια παρέες, μουρμουρητά και γέλια. Παρέα. Πάρέα.
Αυτήν τη λέξη τελικά θα κρατήσω: παρέα. Βόλτα.