Ψαχουλεύοντας τα σκιτσάκια μου κουτούλησα σε έναν τοίχο. Θηλυκό. Επιθετικό. Μυτερό. Φοβιστικό. Ήταν τότε που κάναμε κάμπινγκ στη Δονούσα, πριν τη γράψουν τα περιοδικά και καταφτάσουν οι βάρβαροι με τα ταμ-ταμ αναζητώντας επίγειους παραδείσους και "εναλλακτικές" διακοπές.
Τότε ακόμα τα πράγματα ήταν απλούστερα.
Ο κόσμος χωριζόταν σε δύο μόνο ομάδες:
Τους
φυσιολάτρες και τους
δήθεν φυσιολάτρες.
Για τους φυσιολάτρες ξέρετε,δε χρειάζεται να πω κάτι.
Για τους δήθεν φυσιολάτρες πάλι ξέρετε.
Τέτοια ήταν και η κοπελίτσα της φωτογραφίας. Από αυτές που μόλις έκανε ότι πέφτει ο ήλιος έσκαγε μύτη με ύφος περισπούδαστο και "ψαγμένο" (πόσο μου τη δίνει αυτή η λέξη...) εμφανιζόταν με αέρινο παρεό, ύφος κάτι ανάμεσα σε Τσόκλη πριν από οργασμό στο Νεπάλ και Μόρισσον πριν αρχίσει να τρώει φάπες σε συναυλία εποχής περασμένης, και άρχιζε τα Τσίου-Τσίου, Τάϊ- τσί (ου) και τα σχετικά.
Ο τοίχος αυτός είχε κάτι στη ματιά του που σε έκοβε στη μέση. Γι' αυτό και προτίμησα να αποσύρω τη ματιά μου και να την περπατήσω σε άλλα κύματα.
Και το Λιβάδι είχε μπόλικα. Τα κύματά του είχαν
σίγουρα προσωπικότητα και χαρακτήρα.
Πιο έντονες εκφράσεις του τόπου συναντούσες
το πρωί, κατά τις 06.15 που ξυπνούσα, που
χάζευα τα κεφάλια στα sleeping bags, που ξυπνούσαν ένα ένα.
Η πρωινή βουτιά, αυτή που ανοίγεις τα μάτια, τραβάς το φερμουάρ, γδύνεσαι και βουτάς χωρίς πολλά πολλά είναι ανυπέρβλητη. Νομίζω ότι είναι η ωραιότερη στιγμή που μπορείς να ζήσεις στις καλοκαιρινές διακοπές.
Μετά βέβαια ακολουθούσε πρωινός καφές και χάζι. Κόσμος να ξυπνάει, μαχμουρλίδικος.
Αναμαλλιάρηδες, ξινόφατσες, τύποι που δοκίμαζαν την τύχη τους με "πρωινή γυμναστική", γκόμενες που πασαλειβόντουσαν με πασαλειψατέρ παντός τύπου και επίδοξοι ψαράδες, μουσικοί, και ό,τι άλλο φαντάζεσαι.
Ηλιοθεραπεία, μάζεμα κοχυλιών, ξύσιμο,γενικώς. Μασάζ, κωλοβάρεμα, και όλα αυτά μέχρι να έρθει η λάντζα και να μας φέρει νερά, να πάρει τα σκουπίδια, να πάρει αυτούς που αναχωρούν και να μας φέρει τους "νέους".
Απ' όσο μαθαίνω, από πέρσι, μαζί με τους νέους φρη-κάμπερς έρχονται και οικογένειες, "Νικολάκη έλα 'δωωωωω να φας το κεφτεδάκι σου" και νάτο και το σούπερ άη-ποντ με τα τελευταία χιτάκια του χατζηγιάννη (αν είσαι τυχερός) ή το μαζωνάκη (θα έλεγα: καθόλου τυχερός - συμπληρώστε κατά βούληση) στη διαπασών. Παράλληλα, τα σκάφη - εκεί που μπαίνει ο σκαφάος με τα χίλια να κάνει επίδειξη της ακριβοπληρωμένης χοντροκοιλάρας του και τις δύο μηχανάρες αναμένες όση ώρα χρειάζεται η γυαλιστερή σύζυγος να αποφασίσει αν το νερό είναι στη θερμοκρασία των ακροδακτύλων της ή όχι.
Θα μου πείτε: "δεν είσαι δημοκρατικός" - Φυσικά και είμαι. Αυτοί εκεί και εγώ εδώ. Ή αλλιώς, αυτοί εδώ και εγώ κάπου αλλού. όχι όμως όλοι μαζί - δεν έχω στρασσάκια στα πατούμενα (!) και δεν κάνω καλό ταϊ-τσί(ου).
Τί πράγμα κι αυτό με τα τάϊ τσι, μάϊ τάϊ και τσίου-μπίου. Πάλι καλά, τόσος κόσμος καλλιεργημένος (και οι πατάτες, καλλιεργημένες είναι). Χαίρομαι για λογαριασμό τους και τους θαυμάζω. Στο προηγούμενο σπίτι από κάτω έμενε κοπελίτσα γιόγκι (έχετε δει το Σταρ Γουόρς 3 με το Μάστερ Γιόντα;) που μόλις τελείωνε τη διδασκαλία Γιόγκα (η χάθα γιόγκα επικεντρώνεται στον έλεγχο της συνείδησης με την κατάλληλη χρήση αναπνοών) κάπνιζε αρειμανίως να απολαύσει αυτό που άφησε πίσω την τελευταία ώρα.
Μπράβο τους...Μπράβο τους...
Μακάρι να ήξερα και εγώ τη Γιόγκα και άλλες κοπελίτσες.
Τα παληκάρια με τα ταμ-ταμ, επίσης, πολύ καλοί. Παίζανε τόσο καλά, συνέχεια. Συνέχεια! Συνέχεια! Είσαι στου διαόλου τη μάνα για τις μοναδικλες σου διακοπές μετ α από 5000 μήνες σκληρής δουλειάς και οι Ήχοι της Ελευθερίας, αυτοί οι κρουστοί εναλλακτικοί ήχοι μιας εναλλακτικής πραγματικότητας εναλλακτικών ανθρώπων που μου έχουν εναλλάξει τον εγκέφαλο με ένα καλοβρασμένο τουρσί.
Οι διακοπές αυτές ήταν υπέροχες. Στ' αλήθεια. δεν το ειρωνεύομαι.
Ήταν υπέροχες, το ήξερα και τότε και τώωωωρα, το ξέρω καλύτερα. Και αυτό επειδή ΠΕΡΑΣΑΝ. Πάπαλα. Τέλος. Φούλ-στοπ.
Η Δονούσα πέθανε αξιοπρεπώς, ανάμεσα στα αντιηλιακά, στα ταπεράκια και τα τέσσερα αστεράκια στις ονειρεμένες διακοπές των περιοδικών περιπέτειας.
Η φυσιολατρεία γίνεται με το φουσκωτό και σωρούς μπάρμπεκιου, συνταγές Μαμαλάκι (της μόδας το "ι" αντί του "η" - πιο σικ, sick), με επίδοξους σεφ και μνηστήρες του Οίκου των Μποντρίνι (σαν οικογένεια από Ναϊτες στο Κώδικα ντε Βίντσι).
Έτσι, έτσι. είμαστε ευέλικτοι άνθρωποι και καλοδεχόμαστε τις αλλαγές. Φέτος, λέει, θα ανοίξει μπαράκι στο λόφο πάνω από τον κόλπο του Λιβαδιού στη Δονούσα. Δεν ξέρω πως η Εκκλησία θα παραχωρήσει τη γη της (ή, για πόσο θα την ξεπουλήσει - αλληλεγγύη αδέρφια! αγάπη! ελευθερία!) στο μπαρ, δεν ξέρω πιο θα είναι το αντίτιμο της ελευθερίας του φρέντο στο ελεύθερο κάμπινγκ, πόσο ελεύθερα θα ξεπουληθούν τα βιολογικά προϊόντα του μίνι μάρκετ. Δεν ξέρω.
Αυτό που ξέρω είναι ότι το μυαλό μου έχει σαλπάρει. Σεργιανίζει σε ακρογυάλια και περιμένει τη στιγμή.
Τό τί θα καταφέρουμε και φέτος θα φανεί. Θα έρθει παντως με αγκαλιά και κριτική ματιά.
Σας αφήνω με ένα κύμα.