Η Πυρά (αφιερωμένη στο Varanasi)
Όταν θάβεται ένας άνθρωπος, είναι σαν να κρύβεται, σαν να
μπαίνει
Σε ένα λαβύρινθο από τον οποίο υπόσχεται σύντομα να βγει.
Είναι απογοητευτικό και χωρίς νόημα να περιμένεις, να ξέρεις
ότι είναι «εκεί»,
κάπου εκεί τέλος πάντων, και να κονταροχτυπιούνται οι
αναμνήσεις με
τις υποσχέσεις και τις προσμονές.
Είναι άδικο, πολύ άδικο να σε τρώνε, κομμάτι κομμάτι,
τα αιχμηρά δόντια της μνήμης.
Βρίσκω ότι είναι καλύτερη η Πυρά, απτή και ορατή,
μπροστά σου να εξαϋλώνει το σώμα, να το στέλνει στον αέρα
που αναπνέεις,
να είσαι σίγουρος, τελείως σίγουρος ότι κάθε προσμονή είναι
πλέον ανώφελη.
Δίκαιη και λυτρωτική, απτή και ορατή, Πυρά.
29.ΙΧ’ 2012
Για κάποιο λόγο ολότελα ανεξήγητο σε μένα, έμπλεξα στο δικό μου παράξενο σύμπλεγμα που συνήθως αποκαλείται "εγκέφαλος" τη συναυλία των Dead Can Dance στο Λυκαβηττό (23/09/2012) με τις συζητήσεις μας για την Πυρά.
Ίσως και να σχετίζονται, ίσως και όχι.
Είναι μια συζήτηση - μια ερωτική ανταλλαγή σκέψεων (το πιο έντονα αφροδισιακό κατά την ταπεινή μου προτίμηση), αλλά και μια σειρά από προσωπικές σκέψεις. Ίσως και ένα παιχνίδι με τις σκέψεις-λέξεις, αυτά το αλλόκοτα αλλά εντελώς γοητευτικά πλάσματα που γυρνοβολάνε ατίθασα μέσα στο κεφάλι μας.
Σε κάθε περίπτωση, είναι κάτι απλά ενδόμυχο που ξορκίζω απογυμνώνοντάς το μπροστά σας.
Και μου φάνηκε πολύ "λίγο" να το διακοσμήσω με φωτογραφίες από το Βαρανάσι.
Οι Dead Can Dance μου φάνηκαν πιο ταιριαστοί. Εδώ οφείλω να πω ότι δεν κατέχουν πια τη θέση που είχαν μέσα μου - ίσως γι' αυτό. Πέθαναν. Απλά, καθημερινά. Πέθαναν. Εξαϋλώθηκαν, σα μια σκέψη της οποίας η μοίρα δεν είναι τίποτα παραπάνω από
φευγαλέα.
Να ανάψουν τα φώτα παρακαλώ.
Οι θεατές μπορούν να αποχωρήσουν σα σκέψεις.