Άνεμος Πρώτος: "Τον παππού μου τον αποκαλούμε Μαίστρο. Κανείς δεν τον ξέρει με το κανονικό του όνομα, κανείς δεν τον φωνάζει αλλιώς εδώ πέρα. ίσως επειδή είναι ανάποδος άνθρωπος. Σού ρχεται από εκεί που δεν το περιμένεις."
Άνεμος Δεύτερος:
Εκεί που τρώγαμε, ένα ευχάριστο αεράκι μου έφερε αναμνήσεις από μια εν δυνάμει ζωή, μια ζωή παλιότερη, με το κουβάλημα από το σμυρίδι και τον αγώνα να το φορτώσουμε στα βαγονέτα της προκυμαίας.
Άνεμος Τρίτος: Τώρα κόσμος χαζεύει, παιδιά παίζουν, ζευγάρια αγκαλιάζονται, άνθρωποι βγάζουν φωτογραφίες. Εκεί που χύθηκε ο αλλοτινός ιδρώτας, εκεί που ξεπουλήθηκε το σμυρίδι στους Γάλλους.
Άνεμος Τέταρτος: Μέσα από το βουνό μπόρεσε να αρθρώσει τις πρώτες του σκέψεις. Ξεκόλλησε αργά και βασανιστικά από το βράχο, πάλεψε με τους αέρηδες, κατάφερε τελικά να πλησιάσει την ποταμιά. Γλίστρησε όμως, έπεσε και έσπασαν και τα δύο του ποδάρια μεμιάς. Έμεινε εκεί, πετρωμένος, σαν παράλυτος, ώσπου η βροχή τον λύτρωσε από το πρόσωπό του. ξεπλύθηκε κι αυτό μαζί με τους βράχους, να ξαναγίνει με τα χρόνια πέτρα, να προσπαθήσει και πάλι για την ελευθερία.
Οι εικόνες από την πανέμορφη Νάξο, αυτήν της "αθέατης πλευράς". Ευτυχώς.